ψιλῶται

ψιλῶται
ψῑλῶται , ψιλόω
strip bare
pres subj mp 3rd sg
ψῑλῶται , ψιλόω
strip bare
pres ind mp 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψιλωταί — ψιλωτής one who writes masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλωτής — ο, ΝΜ [ψιλῶ] αυτός που αποψιλώνει νεοελλ. ζωολ. α) παλαιότερη ονομασία γένους δίπτερων εντόμων β) παλαιότερη ονομασία γένους κολεόπτερων εντόμων μσν. γραμμ. α) αυτός που χρησιμοποιεί ψιλή αντί τής δασείας («ψιλωταὶ οἱ Ἴωνες», Τζέτζ.) β) αυτός που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”